μητράδελφος

μητράδελφος
μητράδελφος
mother's brother
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μητράδελφος — ο, θηλ. μητραδέλφη (ΑΜ μητράδελφος) ο αδελφός ή η αδελφή τής μητέρας, ο θείος ή η θεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ἀδελφός (πρβλ. πατρ άδελφος, φιλ άδελφος)] …   Dictionary of Greek

  • μητραδέλφου — μητράδελφος mother s brother masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητραδέλφους — μητράδελφος mother s brother masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητραδέλφων — μητράδελφος mother s brother masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητραδέλφῳ — μητράδελφος mother s brother masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητράδελφοι — μητράδελφος mother s brother masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητράδελφον — μητράδελφος mother s brother masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

  • μητραδέλφη — η (ΑΜ μητραδέλφη) βλ. μητράδελφος …   Dictionary of Greek

  • μητραδελφεός — και δωρ. τ. ματραδελφεός, ὁ (α) μητράδελφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ἀδελφεός, ιων. και δωρ. τ. τού άδελφός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”